- ἀθύτων
- ἄθυτοςnot offeredmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
нетребьныи — (1*) пр. Непригодный для жертвоприношения. В роли с.: и аще ѿ ч(с)тыхъ кто ѥси и подъ законо(м). и ѿриганьѥ взносѧ словесное. и на требы ключаѥмы(х). или неч(с)тыхъ. обаче и не˫адомы(х) и нетребны(х) и ˫азычно˫а части. (τῶν... ἀϑύτων) ГБ XIV, 12б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακαλλιέρητος — ἀκαλλιέρητος, ον (Α) [καλλιερῶ] ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3, 131) … Dictionary of Greek
τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek